Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαλίτζα οι βαλίτζες
      γενική της βαλίτζας των βαλιτζών
    αιτιατική τη βαλίτζα τις βαλίτζες
     κλητική βαλίτζα βαλίτζες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐λί‐τζα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βαλίτζα θηλυκό