βαλάντωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαλάντωμα < βαλαντώνω + -μα < μεσαιωνική ελληνική βαλαντώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
βαλάντωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα τού βαλαντώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαλάντωμα
|
βαλάντωμα ουδέτερο
|