Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαλαντώνω < μεσαιωνική ελληνική βαλαντώνω < βαλάντιον(;)

  Ρήμα επεξεργασία

βαλαντώνω

  1. εξαντλούμαι, κουράζομαι
  2. θλίβομαι, στενοχωριέμαι
  3. μαραζώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία