βαθύχρους
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβαθύχρους, -ους, -ουν
- (ελληνιστική κοινή) συνηρημένη μορφή του βαθύχροος
Πηγές
επεξεργασία- βαθύχρους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.