ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βαθύχροος   > βαθύχρους τὸ βαθύχροον   > βαθύχρουν
      γενική τοῦ/τῆς βαθυχρόου   > βαθύχρου τοῦ βαθυχρόου   > βαθύχρου
      δοτική τῷ/τῇ βαθυχρό    > βαθύχρ τῷ βαθυχρό    > βαθύχρ
    αιτιατική τὸν/τὴν βαθύχροον   > βαθύχρουν τὸ βαθύχροον   > βαθύχρουν
     κλητική ! βαθύχροε     > βαθύχρους βαθύχροον   > βαθύχρουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βαθύχροοι   > βαθῦχροι τὰ βαθύχρο   > βαθύχρο
      γενική τῶν βαθυχρόων > βαθύχρων τῶν βαθυχρόων > βαθύχρων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαθυχρόοις > βαθύχροις τοῖς βαθυχρόοις > βαθύχροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαθυχρόους > βαθύχρους τὰ βαθύχρο   > βαθύχρο
     κλητική ! βαθύχροοι   > βαθύχροι βαθύχρο   > βαθύχρο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαθυχρόω   > βαθύχρω τὼ βαθυχρόω   > βαθύχρω
      γεν-δοτ τοῖν βαθυχρόοιν > βαθύχροιν τοῖν βαθυχρόοιν > βαθύχροιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθύχρους < βαθύ- + -χρους

  Επίθετο

επεξεργασία

βαθύχρους, -ους, -ουν