βαθύνοος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
βᾰθῠνοο- | ||||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | βαθύνοος > βαθύνους | τὸ | βαθύνοον > βαθύνουν | ||
γενική | τοῦ/τῆς | βαθυνόου > βαθύνου | τοῦ | βαθυνόου > βαθύνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | βαθυνόῳ > βαθύνῳ | τῷ | βαθυνόῳ > βαθύνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | βαθύνοον > βαθύνουν | τὸ | βαθύνοον > βαθύνουν | ||
κλητική ὦ! | βαθύνοε > βαθύνους | βαθύνοον > βαθύνουν | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | βαθύνοοι > βαθῦνοι | τὰ | βαθύνοᾰ > βαθύνοᾰ | ||
γενική | τῶν | βαθυνόων > βαθύνων | τῶν | βαθυνόων > βαθύνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | βαθυνόοις > βαθύνοις | τοῖς | βαθυνόοις > βαθύνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | βαθυνόους > βαθύνους | τὰ | βαθύνοᾰ > βαθύνοᾰ | ||
κλητική ὦ! | βαθύνοοι > βαθύνοι | βαθύνοᾰ > βαθύνοᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαθυνόω > βαθύνω | τὼ | βαθυνόω > βαθύνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | βαθυνόοιν > βαθύνοιν | τοῖν | βαθυνόοιν > βαθύνοιν | ||
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβαθύνοος, -οος, -οον
- → δείτε τη λέξη βαθύνους
Πηγές
επεξεργασία- βαθύνοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαθύνοος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.