Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
βᾰθῠνοο-
ονομαστική / βαθύνοος   > βαθύνους τὸ βαθύνοον   > βαθύνουν
      γενική τοῦ/τῆς βαθυνόου   > βαθύνου τοῦ βαθυνόου   > βαθύνου
      δοτική τῷ/τῇ βαθυνό    > βαθύν τῷ βαθυνό    > βαθύν
    αιτιατική τὸν/τὴν βαθύνοον   > βαθύνουν τὸ βαθύνοον   > βαθύνουν
     κλητική ! βαθύνοε     > βαθύνους βαθύνοον   > βαθύνουν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βαθύνοοι   > βαθῦνοι τὰ βαθύνο   > βαθύνο
      γενική τῶν βαθυνόων > βαθύνων τῶν βαθυνόων > βαθύνων
      δοτική τοῖς/ταῖς βαθυνόοις > βαθύνοις τοῖς βαθυνόοις > βαθύνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς βαθυνόους > βαθύνους τὰ βαθύνο   > βαθύνο
     κλητική ! βαθύνοοι   > βαθύνοι βαθύνο   > βαθύνο
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαθυνόω   > βαθύνω τὼ βαθυνόω   > βαθύνω
      γεν-δοτ τοῖν βαθυνόοιν > βαθύνοιν τοῖν βαθυνόοιν > βαθύνοιν
Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές."
2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθύνοος < βαθύ- + -νοος

  Επίθετο επεξεργασία

βαθύνοος, -οος, -οον

  Πηγές επεξεργασία