βάβαξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
βαβακ- | |||||
ονομαστική | ὁ | βάβαξ | οἱ | βάβακες | |
γενική | τοῦ | βάβακος | τῶν | βαβάκων | |
δοτική | τῷ | βάβακῐ | τοῖς | βάβαξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν | βάβακᾰ | τοὺς | βάβακᾰς | |
κλητική ὦ! | βάβαξ | βάβακες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βάβακε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | βαβάκοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βάβαξ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβάβαξ, -ακος αρσενικό
- φλύαρος, πολυλογάς
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 297 @perseus.tufts.edu, @poesialatina.it, @books.google.gr
- κατ᾽ οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς βάβαξ
- ένας μισητός πολυλογάς περιφερόταν στο σπίτι
- Μετάφραση λέξεων: Βικιλεξικό.
- κατ᾽ οἶκον ἐστρωφᾶτο μισητὸς βάβαξ
- ※ 4ος/3ος πκε αιώνας Λυκόφρων ο Χαλκιδεύς, Ἀλεξάνδρα, 472, @scaife.perseus
- στεῖλαι τριπλᾶς θύγατρας ὁ σπείρας βάβαξ,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἀρχίλοχος, Απόσπασμα 297 @perseus.tufts.edu, @poesialatina.it, @books.google.gr
Πηγές
επεξεργασία- βάβαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.