↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βαβακ-
ονομαστική βάβαξ οἱ βάβακες
      γενική τοῦ βάβακος τῶν βαβάκων
      δοτική τῷ βάβακ τοῖς βάβαξ(ν)
    αιτιατική τὸν βάβακ τοὺς βάβακᾰς
     κλητική ! βάβαξ βάβακες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βάβακε
γεν-δοτ τοῖν  βαβάκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βάβαξ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βάβαξ, -ακος αρσενικό