Δείτε επίσης: Αἰγωλιός, Αιγωλιός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰγωλιός οἱ αἰγωλιοί
      γενική τοῦ αἰγωλιοῦ τῶν αἰγωλιῶν
      δοτική τῷ αἰγωλι τοῖς αἰγωλιοῖς
    αιτιατική τὸν αἰγωλιόν τοὺς αἰγωλιούς
     κλητική ! αἰγωλιέ αἰγωλιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰγωλιώ
γεν-δοτ τοῖν  αἰγωλιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰγωλιός < άγνωστης ετυμολογίας[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἰγωλιός, -οῦ αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. s.v.- αἰγωλιός σελ. 33 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.