αἰγωλιός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | αἰγωλιός | οἱ | αἰγωλιοί |
γενική | τοῦ | αἰγωλιοῦ | τῶν | αἰγωλιῶν |
δοτική | τῷ | αἰγωλιῷ | τοῖς | αἰγωλιοῖς |
αιτιατική | τὸν | αἰγωλιόν | τοὺς | αἰγωλιούς |
κλητική ὦ! | αἰγωλιέ | αἰγωλιοί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἰγωλιώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | αἰγωλιοῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αἰγωλιός < άγνωστης ετυμολογίας[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααἰγωλιός, -οῦ αρσενικό
- (πτηνό) είδος κουκουβάγιας
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 17 @scaife.perseus
- Αἰγωλιὸς δ’ ἐστὶ νυκτινόμος καὶ ἡμέρας ὀλιγάκις φαίνεται, καὶ οἰκεῖ καὶ οὗτος πέτρας καὶ σπήλυγγας·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 1 @scaife.perseus
- Τὸν δὲ κάλαριν ὁ αἰγωλιὸς καὶ οἱ ἄλλοι γαμψώνυχες κατεσθίουσιν·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 17 @scaife.perseus
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ s.v.- αἰγωλιός σελ. 33 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
επεξεργασία- αἰγωλιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.