Δείτε επίσης: Αἰγύπιος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική αἰγυπιός οἱ αἰγυπιοί
      γενική τοῦ αἰγυπιοῦ τῶν αἰγυπιῶν
      δοτική τῷ αἰγυπι τοῖς αἰγυπιοῖς
    αιτιατική τὸν αἰγυπιόν τοὺς αἰγυπιούς
     κλητική ! αἰγυπιέ αἰγυπιοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  αἰγυπιώ
γεν-δοτ τοῖν  αἰγυπιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αἰγυπιός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αἰγυπιός, -οῦ αρσενικό

  • (πτηνό) είδος γύπα, γυπαετός
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 16 (π. Ἀναγνωρισμὸς Ὀδυσσέως ὑπὸ Τηλεμάχου.), στίχ. 217 (215-218)
    ἀμφοτέροισι δὲ τοῖσιν ὑφ᾽ ἵμερος ὦρτο γόοιο· | κλαῖον δὲ λιγέως, ἁδινώτερον ἤ τ᾽ οἰωνοί, | φῆναι ἢ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες, οἷσί τε τέκνα | ἀγρόται ἐξείλοντο πάρος πετεηνὰ γενέσθαι·
    Τότε τους συνεπήρε και τους δυο του θρήνου ο ίμερος· | σπαραχτικά θρηνούσαν, πιο δυνατά κι από πουλιά, | σαν αετοί, γύπες γαμψώνυχοι, που τα μικρά τους | κυνηγοί τούς άρπαξαν, προτού ξεπεταρίσουν·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 76.3
    ὠθιζομένων δ᾽ αὐτῶν ἐφάνη ἰρήκων ἑπτὰ ζεύγεα δύο αἰγυπιῶν ζεύγεα διώκοντα καὶ τίλλοντά τε καὶ ἀμύσσοντα.
    Καθώς όμως αυτοί φιλονικούσαν, φάνηκαν επτά ζευγάρια γεράκια που κυνηγούσαν δυο ζευγάρια γυπαετούς μαδώντας και τσιμπώντας τους.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία