αυτοχαρακτηρισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυτοχαρακτηρισμός < αυτοχαρακτηρίζομαι + -μός
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοχαρακτηρισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αυτοχαρακτηρίζομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοχαρακτηρισμός
|