αυτοβαθμολόγηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοβαθμολόγηση | οι | αυτοβαθμολογήσεις |
γενική | της | αυτοβαθμολόγησης | των | αυτοβαθμολογήσεων |
αιτιατική | την | αυτοβαθμολόγηση | τις | αυτοβαθμολογήσεις |
κλητική | αυτοβαθμολόγηση | αυτοβαθμολογήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοβαθμολόγηση < αυτο- + βαθμολόγηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοβαθμολόγηση θηλυκό
- το να βαθμολογεί κάποιος τον εαυτό του ή το δικό του γραπτό
Υπερώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοβαθμολόγηση
|