αυτοαμφισβήτηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτοαμφισβήτηση | οι | αυτοαμφισβητήσεις |
γενική | της | αυτοαμφισβήτησης* | των | αυτοαμφισβητήσεων |
αιτιατική | την | αυτοαμφισβήτηση | τις | αυτοαμφισβητήσεις |
κλητική | αυτοαμφισβήτηση | αυτοαμφισβητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοαμφισβητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αυτοαμφισβήτηση < αυτό + αμφισβήτηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίααυτοαμφισβήτηση θηλυκό
- η ενέργεια του αυτοαμφισβητούμαι, η ενέργεια αυτού που αμφισβητεί τον ίδιο του τον εαυτό ως προς τις ικανότητές του
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυτοαμφισβήτηση