Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυτοάμυνα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αυτοάμυν
α
οι
αυτοάμυν
ες
γενική
της
αυτοάμυν
ας
—
αιτιατική
την
αυτοάμυν
α
τις
αυτοάμυν
ες
κλητική
αυτοάμυν
α
αυτοάμυν
ες
Κατηγορία
όπως «
πέστροφα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυτοάμυνα
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυτοάμυνα
θηλυκό
η
άμυνα
που εξασφαλίζουμε για τον
εαυτό
μας
Δείτε επίσης
επεξεργασία
αυτοπροστασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυτοάμυνα
αγγλικά
:
self-defense
(en)
γαλλικά
:
légitime défense
(fr)
ισπανικά
:
autodefensa
(es)