Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αυλάκισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
αυλάκιασμα
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αυλάκισμα
τα
αυλακίσμα
τ
α
γενική
του
αυλακίσμα
τ
ος
των
αυλακισμά
τ
ων
αιτιατική
το
αυλάκισμα
τα
αυλακίσμα
τ
α
κλητική
αυλάκισμα
αυλακίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αυλάκισμα
<
αυλακίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αυλάκισμα
ουδέτερο
το
αποτέλεσμα
του
αυλακίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αυλάκιασμα
αυλάκωμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυλάκισμα
→
δείτε
τη λέξη
αυλάκιασμα