αυλακίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυλακίζω < (ελληνιστική κοινή) αὐλακίζω
Ρήμα
επεξεργασίααυλακίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυλακίζω | αυλάκιζα | θα αυλακίζω | να αυλακίζω | αυλακίζοντας | |
β' ενικ. | αυλακίζεις | αυλάκιζες | θα αυλακίζεις | να αυλακίζεις | αυλάκιζε | |
γ' ενικ. | αυλακίζει | αυλάκιζε | θα αυλακίζει | να αυλακίζει | ||
α' πληθ. | αυλακίζουμε | αυλακίζαμε | θα αυλακίζουμε | να αυλακίζουμε | ||
β' πληθ. | αυλακίζετε | αυλακίζατε | θα αυλακίζετε | να αυλακίζετε | αυλακίζετε | |
γ' πληθ. | αυλακίζουν(ε) | αυλάκιζαν αυλακίζαν(ε) |
θα αυλακίζουν(ε) | να αυλακίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυλάκισα | θα αυλακίσω | να αυλακίσω | αυλακίσει | ||
β' ενικ. | αυλάκισες | θα αυλακίσεις | να αυλακίσεις | αυλάκισε | ||
γ' ενικ. | αυλάκισε | θα αυλακίσει | να αυλακίσει | |||
α' πληθ. | αυλακίσαμε | θα αυλακίσουμε | να αυλακίσουμε | |||
β' πληθ. | αυλακίσατε | θα αυλακίσετε | να αυλακίσετε | αυλακίστε | ||
γ' πληθ. | αυλάκισαν αυλακίσαν(ε) |
θα αυλακίσουν(ε) | να αυλακίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αυλακίσει | είχα αυλακίσει | θα έχω αυλακίσει | να έχω αυλακίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αυλακίσει | είχες αυλακίσει | θα έχεις αυλακίσει | να έχεις αυλακίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αυλακίσει | είχε αυλακίσει | θα έχει αυλακίσει | να έχει αυλακίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αυλακίσει | είχαμε αυλακίσει | θα έχουμε αυλακίσει | να έχουμε αυλακίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αυλακίσει | είχατε αυλακίσει | θα έχετε αυλακίσει | να έχετε αυλακίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αυλακίσει | είχαν αυλακίσει | θα έχουν αυλακίσει | να έχουν αυλακίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυλακίζω
|