Δείτε επίσης: αυλακίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυλακιάζω < (ελληνιστική κοινήαὐλακίζω + -ιάζω

  Ρήμα επεξεργασία

αυλακιάζω

Άλλες μορφές επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία