Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατσαλοσύνη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ατσαλοσύν
η
οι
ατσαλοσύν
ες
γενική
της
ατσαλοσύν
ης
των
ατσαλοσυν
ών
αιτιατική
την
ατσαλοσύν
η
τις
ατσαλοσύν
ες
κλητική
ατσαλοσύν
η
ατσαλοσύν
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατσαλοσύνη
<
άτσαλος
+
-οσύνη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ατσαλοσύνη
θηλυκό
άλλη μορφή
του
ατσαλιά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατσαλοσύνη
→
δείτε
τη λέξη
ατσαλιά