Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. Και το αγγλικό uncuttability που μετάφρασε εδώ ο επισκέπτης μας, σπάνιο. Το uncuttable ναι. --sarri.greek (συζήτηση) 22:02, 23 Ιουνίου 2019 (UTC).


Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ατομία οι ατομίες
      γενική της ατομίας των ατομιών
    αιτιατική την ατομία τις ατομίες
     κλητική ατομία ατομίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατομία < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατομία (θηλυκό)

  • η εγγενής αδυναμία τομής/κοπής, η ιδιότητα κάποιου πράγματος να μην κόβεται ή να μην διαιρείται διαιρείται
    η ατομία της ύλης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία