ατομία
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ατομία | οι | ατομίες |
γενική | της | ατομίας | των | ατομιών |
αιτιατική | την | ατομία | τις | ατομίες |
κλητική | ατομία | ατομίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατομία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατομία (θηλυκό)
- η εγγενής αδυναμία τομής/κοπής, η ιδιότητα κάποιου πράγματος να μην κόβεται ή να μην διαιρείται διαιρείται
- η ατομία της ύλης