ατμοκαθαριστήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατμοκαθαριστήρας < ατμός + -ο- + καθαριστήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατμοκαθαριστήρας αρσενικό
- (νεολογισμός) μηχάνημα που καθαρίζει με τη βοήθεια του ατμού
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ατμοκαθαριστήρας
|