ατζί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ατζί | τα | ατζιά |
γενική | του | ατζιού | των | ατζιών |
αιτιατική | το | ατζί | τα | ατζιά |
κλητική | ατζί | ατζιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατζί < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατζί ουδέτερο