Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστρόφεγγο τα αστρόφεγγα
      γενική του αστρόφεγγου των αστρόφεγγων
    αιτιατική το αστρόφεγγο τα αστρόφεγγα
     κλητική αστρόφεγγο αστρόφεγγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστρόφεγγο < αστρόφεγγος (επίθετο). Μορφολογικά αναλύεται σε αστρό- + -φεγγο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστρόφεγγο ουδέτερο

  1. η ανταύγεια των άστρων
  2. ξάστερη νύχτα χωρίς φεγγάρι
    τη νύχτα δύσκολα μπορούσα να βρω το δρόμο μου μες στο αστρόφεγγο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία