αστρόφεγγο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αστρόφεγγο < αστρόφεγγος (επίθετο). Μορφολογικά αναλύεται σε αστρό- + -φεγγο
Ουσιαστικό
επεξεργασίααστρόφεγγο ουδέτερο
- η ανταύγεια των άστρων
- ξάστερη νύχτα χωρίς φεγγάρι
- ↪ τη νύχτα δύσκολα μπορούσα να βρω το δρόμο μου μες στο αστρόφεγγο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αστρόφεγγο
|
Πηγές
επεξεργασία- αστρόφεγγο — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)