Δείτε επίσης: Αστρακάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστρακάς οι αστρακάδες
      γενική του αστρακά των αστρακάδων
    αιτιατική τον αστρακά τους αστρακάδες
     κλητική αστρακά αστρακάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστρακάς < αστρακ(άν) + -άς → και δείτε τη λέξη αστραχάν

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.stɾaˈkas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρα‐κάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστρακάς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία