Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστοργία οι αστοργίες
      γενική της αστοργίας των αστοργιών
    αιτιατική την αστοργία τις αστοργίες
     κλητική αστοργία αστοργίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστοργία < α- +στοργή • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστοργία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία