αστικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστικό < αστικός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική urbain) < αρχαία ελληνική ἀστικός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστικό ουδέτερο
- (κατά παράλειψη της λέξης λεωφορείο) το λεωφορείο που εξυπηρετεί τις μετακινήσεις μέσα στην πόλη (άστυ)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αστικό