Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστιγμία οι αστιγμίες
      γενική της αστιγμίας των αστιγμιών
    αιτιατική την αστιγμία τις αστιγμίες
     κλητική αστιγμία αστιγμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστιγμία < α- στερητ. + στιγμή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αστιγμία θηλυκό

  • (ιατρ.) ο αστιγματισμός
    ο ασθενής μου διαγνώσθηκε με αστιγμία και χρειάζεται να φοράει γυαλιά, για να βλέπει καλά

  Μεταφράσεις επεξεργασία