αστερόεσσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αστερόεσσα < αρχαία ελληνική ἀστερόεσσα, θηλυκό του ἀστερόεις
Ουσιαστικό επεξεργασία
αστερόεσσα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αστερόεσσα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αστερόεσσα