Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ασματογράφος οι ασματογράφοι
      γενική του/της ασματογράφου των ασματογράφων
    αιτιατική τον/την ασματογράφο τους/τις ασματογράφους
     κλητική ασματογράφε ασματογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασματογράφος < άσμα + γράφω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασματογράφος αρσενικό

  • (επάγγελμα) ποιητής ή συνθέτης ασμάτων
    είναι παγκοσμίου φήμης ασματογράφος, αφού γράφει πολύ ωραία

  Μεταφράσεις επεξεργασία