Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ασματογράφος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
/
η
ασματογράφ
ος
οι
ασματογράφ
οι
γενική
του
/
της
ασματογράφ
ου
των
ασματογράφ
ων
αιτιατική
τον
/
την
ασματογράφ
ο
τους
/
τις
ασματογράφ
ους
κλητική
ασματογράφ
ε
ασματογράφ
οι
Κατηγορία
όπως «
ζωγράφος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ασματογράφος
<
άσμα
+
γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ασματογράφος
αρσενικό
(
επάγγελμα
) ποιητής ή συνθέτης
ασμάτων
είναι παγκοσμίου φήμης
ασματογράφος
, αφού γράφει πολύ ωραία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ασματογράφος