ασκόλυμπρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασκόλυμπρος < αρχαία ελληνική σκόλυμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασκόλυμπρος αρσενικό (δημοτική)
- (φυτό) βρώσιμο χόρτο από την Κρήτη, Σκόλυμος ο ισπανικός (Scolymus hispanicus)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ασκόλυμπρος
|
Πηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .