Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασκόλυμπρος οι ασκόλυμπροι
      γενική του ασκόλυμπρου των ασκόλυμπρων
    αιτιατική τον ασκόλυμπρο τους ασκόλυμπρους
     κλητική ασκόλυμπρε ασκόλυμπροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκόλυμπρος < αρχαία ελληνική σκόλυμος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασκόλυμπρος αρσενικό (δημοτική)

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία