ασκημάνθρωπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασκημάνθρωπος | οι | ασκημάνθρωποι |
γενική | του | ασκημάνθρωπου | — | |
αιτιατική | τον | ασκημάνθρωπο | τους | ασκημάνθρωπους |
κλητική | ασκημάνθρωπε | ασκημάνθρωποι | ||
Δύσχρηστη η γενική πληθυντικού σε -ανθρώπων. | ||||
Κατηγορία όπως «χοντράνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.sciˈman.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σκη‐μάν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασκημάνθρωπος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασκημάνθρωπος
|