• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ασκημάνθρωπος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασκημάνθρωπος οι ασκημάνθρωποι
      γενική του ασκημάνθρωπου —
    αιτιατική τον ασκημάνθρωπο τους ασκημάνθρωπους
     κλητική ασκημάνθρωπε ασκημάνθρωποι
Δύσχρηστη η γενική πληθυντικού σε -ανθρώπων.
Κατηγορία όπως «χοντράνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ασκημάνθρωπος < (άσκημος) ασκημ- + άνθρωπος

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /a.sciˈman.θɾo.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σκη‐μάν‐θρω‐πος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ασκημάνθρωπος αρσενικό

  • άλλη μορφή του ασχημάνθρωπος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    ασκημάνθρωπος
  • → δείτε τη λέξη ασκημάνθρωπος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ασκημάνθρωπος&oldid=5319052"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Οκτωβρίου 2021, στις 22:17

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Οκτωβρίου 2021, στις 22:17.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie