ασημουργός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ασημουργός < ασήμι + -ουργός (< αρχαία ελληνική ἔργον)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ασημουργός αρσενικό
- (επάγγελμα) αυτός που κατεργάζεται ασήμι και δημιουργεί ασημένια κοσμήματα
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ασημουργός
|