Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασβεστού οι ασβεστούδες
      γενική της ασβεστούς των ασβεστούδων
    αιτιατική την ασβεστού τις ασβεστούδες
     κλητική ασβεστού ασβεστούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασβεστού < ασβεστ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.zveˈstu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σβε‐στού

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασβεστού θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ασβεστάς

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ασβεστού - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)