αρχιθαλαμηπόλος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχιθαλαμηπόλος < αρχι- + θαλαμηπόλος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.θa.la.miˈpo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐θα‐λα‐μη‐πό‐λος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχιθαλαμηπόλος αρσενικό
- ο πρώτος τη τάξει θαλαμηπόλος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχιθαλαμηπόλος
|