αρχαιομάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρχαιομάθεια | οι | αρχαιομάθειες |
γενική | της | αρχαιομάθειας | των | αρχαιομαθειών |
αιτιατική | την | αρχαιομάθεια | τις | αρχαιομάθειες |
κλητική | αρχαιομάθεια | αρχαιομάθειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρχαιομάθεια < αρχαιομαθής< αρχαίος + μανθάνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρχαιομάθεια θηλυκό
- γνώση τού αρχαίου κόσμου ή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρχαιομάθεια
|