Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρχαιομαθής < αρχαίος + μανθάνω

  Επίθετο επεξεργασία

αρχαιομαθής

  • ο γνώστης τής αρχαιότητας ή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας
    ρώτα τον ό,τι θέλεις για την αρχαιότητα, είναι πολύ αρχαιομαθής

  Μεταφράσεις επεξεργασία