αρχαιογεωμορφολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αρχαιογεωμορφολογία < αρχαίος + -ο- + γεωμορφολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρχαιογεωμορφολογία θηλυκό
- η γεωμορφολογία κατά την αρχαιότητα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αρχαιογεωμορφολογία
|