αροκάρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αροκάρια | οι | αροκάριες |
γενική | της | αροκάριας | — | |
αιτιατική | την | αροκάρια | τις | αροκάριες |
κλητική | αροκάρια | αροκάριες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αροκάρια < (λόγιο δάνειο) γαλλική araucaria
Ουσιαστικό
επεξεργασίααροκάρια θηλυκό