Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αραουκάρια οι αραουκάριες
      γενική της αραουκάριας των αραουκαριών
    αιτιατική την αραουκάρια τις αραουκάριες
     κλητική αραουκάρια αραουκάριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
αραουκάρια στην Βραζιλία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραουκάρια < araucaria • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αραουκάρια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία