Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αρμολογία οι αρμολογίες
      γενική της αρμολογίας των αρμολογιών
    αιτιατική την αρμολογία τις αρμολογίες
     κλητική αρμολογία αρμολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμολογία < αρμός + επίθημα -λογία (λόγος < λέγω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμολογία θηλυκό

  1. (τεχνολογία): γενικά η τέχνη της άρμοσης - σύνδεσης μερών κατά είδος (υλικό, αντικείμενο κ.λπ.)
  2. (ναυπηγικός όρος): η τεχνική και τα είδη ναυπηγικής άρμοσης σε πλοία ή σκάφη.

  Μεταφράσεις επεξεργασία