αρμολογία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρμολογία θηλυκό
- (τεχνολογία): γενικά η τέχνη της άρμοσης - σύνδεσης μερών κατά είδος (υλικό, αντικείμενο κ.λπ.)
- (ναυπηγικός όρος): η τεχνική και τα είδη ναυπηγικής άρμοσης σε πλοία ή σκάφη.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρμολογία
|