Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρμενομαχαλάς οι αρμενομαχαλάδες
      γενική του αρμενομαχαλά των αρμενομαχαλάδων
    αιτιατική τον αρμενομαχαλά τους αρμενομαχαλάδες
     κλητική αρμενομαχαλά αρμενομαχαλάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμενομαχαλάς < αρμενο- + μαχαλάς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aɾ.me.no.ma.xaˈlas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐με‐νο‐μα‐χα‐λάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρμενομαχαλάς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • αρμενομαχαλάς - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)