αρκούδος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αρκούδος | οι | αρκούδοι |
γενική | του | αρκούδου | των | αρκούδων |
αιτιατική | τον | αρκούδο | τους | αρκούδους |
κλητική | αρκούδε | αρκούδοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αρκούδος < αρκούδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αρκούδος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) αρσενική αρκούδα
- (οικείο) λούτρινη αρκούδα, συνήθως μεγάλου μεγέθους που χρησιμοποιείται ως παιχνίδι
- → δείτε και τη λέξη αρκουδάκι
Μεταφράσεις επεξεργασία
αρκούδος
|