Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αρκούδος οι αρκούδοι
      γενική του αρκούδου των αρκούδων
    αιτιατική τον αρκούδο τους αρκούδους
     κλητική αρκούδε αρκούδοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρκούδος < αρκούδα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αρκούδος αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) αρσενική αρκούδα
  2. (οικείο) λούτρινη αρκούδα, συνήθως μεγάλου μεγέθους που χρησιμοποιείται ως παιχνίδι
    → δείτε και τη λέξη αρκουδάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία