αρδάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρδάνι | τα | αρδάνια |
γενική | του | αρδανιού | των | αρδανιών |
αιτιατική | το | αρδάνι | τα | αρδάνια |
κλητική | αρδάνι | αρδάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αρδάνι < ελληνιστική κοινή ἀρδάνιον[1] < ελληνιστική κοινή ἀρδάλιον[2] < αρχαία ελληνική ἄρδω[3] / ἀρδεύω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααρδάνι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) πλατύστομο κεραμικό αγγείο με νερό για ποικίλες χρήσεις
Μεταφράσεις
επεξεργασία αρδάνι
|
Πηγές
επεξεργασία- ἀρδάνιον / ἀρδάλιον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἀρδάνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ἀρδάλιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ ἄρδω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.