Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αραμπαδάκι τα αραμπαδάκια
      γενική του αραμπαδακιού των αραμπαδακιών
    αιτιατική το αραμπαδάκι τα αραμπαδάκια
     κλητική αραμπαδάκι αραμπαδάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αραμπαδάκι < υποκοριστικό του αραμπάς (θέμα πληθυντικού αραμπαδ- + άκι)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αραμπαδάκι ουδέτερο

  1. μικρός αραμπάς
  2. το φορτίο ενός μικρού αραμπά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία