απόρρευμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απόρρευμα ουδέτερο
- μεγάλης έντασης ρεύμα (αέρα, υγρού κ.λπ.), που δημιουργείται από διάφορες πηγές (π.χ. έλικα ή κινητήρα αεροσκάφους) και επηρεάζει τα πράγματα γύρω του
Μεταφράσεις επεξεργασία
απόρρευμα
|