Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόρρευμα τα απορρεύματα
      γενική του απορρεύματος των απορρευμάτων
    αιτιατική το απόρρευμα τα απορρεύματα
     κλητική απόρρευμα απορρεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απόρρευμα < απο- + ρεύμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απόρρευμα ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία