απονιψίδι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απονιψίδι | τα | απονιψίδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | απονιψίδι | τα | απονιψίδια |
κλητική | απονιψίδι | απονιψίδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απονιψίδι ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του απόνιμμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
απονιψίδι
|