απονίπτω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απονίπτω < (ελληνιστική κοινή) ἀπονίπτω < αρχαία ελληνική ἀπονίζω
Ρήμα
επεξεργασίααπονίπτω (παθητική φωνή: απονίπτομαι)
- ολοκληρώνω το νίψιμο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία απονίπτω
|