απονεμητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.ne.miˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐νε‐μη‐τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπονεμητής αρσενικό (θηλυκό απονεμήτρια)
- (νεολογισμός) άτομο που απονέμει βραβείο
- ※ Η πρώτη του φορά στο φεστιβάλ ήταν το 1961 με το «Che Gioia Vivere» του Ρενέ Κλεμάν κι από τότε βρέθηκε εκεί, δεκάδες φορές, τις περισσότερες ως ηθοποιός, αλλά συχνά και με άλλες ιδιότητες όπως απονεμητής βραβείων, ή απλός θεατής. (Κάννες 2019: Τιμητικός Χρυσός Φοίνικας στον Αλέν Ντελόν, flix.gr, 17 Απριλίου 2019)
Μεταφράσεις
επεξεργασία απονεμητής
|
Αναφορές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr