απονεμήτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- απονεμήτρια < απονεμη(τής) + -τρια
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.po.neˈmi.tɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐νε‐μή‐τρι‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπονεμήτρια θηλυκό
- (νεολογισμός) θηλυκό του απονεμητής
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε απονεμητής
απονεμήτρια
|
Πηγές
επεξεργασία- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr