Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απολυτρωμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
απολυτρωμ
ός
οι
απολυτρωμ
οί
γενική
του
απολυτρωμ
ού
των
απολυτρωμ
ών
αιτιατική
τον
απολυτρωμ
ό
τους
απολυτρωμ
ούς
κλητική
απολυτρωμ
έ
απολυτρωμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απολυτρωμός
<
απολυτρώνω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απολυτρωμός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
απολύτρωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απολυτρωμός
→
δείτε
τη λέξη
απολύτρωση