Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απολεπισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
απολεπισμ
ός
οι
απολεπισμ
οί
γενική
του
απολεπισμ
ού
των
απολεπισμ
ών
αιτιατική
τον
απολεπισμ
ό
τους
απολεπισμ
ούς
κλητική
απολεπισμ
έ
απολεπισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
απολεπισμός
<
απολεπίζω
+
-μός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
απολεπισμός
αρσενικό
άλλη μορφή
του
απολέπιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απολεπισμός
→
δείτε
τη λέξη
απολέπιση