αποδιαφοροποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποδιαφοροποίηση | οι | αποδιαφοροποιήσεις |
γενική | της | αποδιαφοροποίησης* | των | αποδιαφοροποιήσεων |
αιτιατική | την | αποδιαφοροποίηση | τις | αποδιαφοροποιήσεις |
κλητική | αποδιαφοροποίηση | αποδιαφοροποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδιαφοροποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποδιαφοροποίηση < απο- + διαφοροποίηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
αποδιαφοροποίηση θηλυκό
- η εξάλειψη της διαφοροποίησης