αποδεκατισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποδεκατισμός < αποδεκατίζω + -μός < (ελληνιστική κοινή) ἀποδεκατίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααποδεκατισμός αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αποδεκατίζω και δέκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποδεκατισμός
|